- παράκειμαι
- ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν(κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιουαρχ.1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον2. παρεμβάλλομαι3. είμαι επιτρεπτός4. είμαι διαθέσιμος5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμεναβ) (για λ.) συντίθεμαι σε παράθεση και όχι σε σύνθεση6. μτφ. α) είμαι πεσμένος μπρούμυτα μπροστά σε κάποιον δηλώνοντας έτσι την πλήρη υποταγή μου σε αυτόνβ) (ιδίως η μτχ.) παρακείμενος, -ένη, -ονi) γραμμ. βλ. παρακείμενοςii) αυτός που φυλάσσεται, διατηρείται («ἐν μνήμῃ παρακείμενα», Πλάτ.)7. (το ουδ. μτχ.) τὸ παρακείμενοντο παρόν.
Dictionary of Greek. 2013.